ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Μόνο με τον Άνεμο» του Σταύρου Λαγκαδιανού
(εκδόσεις Νέα Σύνορα , Λιβάνη)
«Μόνο με τον Άνεμο» του Σταύρου Λαγκαδιανού
(εκδόσεις Νέα Σύνορα , Λιβάνη)
Ο Λογοθέτης .μ’ όλο το βάρος των δώδεκα γενιών στις πλάτες του πετούσε ,πετούσε ασταμάτητα « Να τη η Κεφαλονιά» ψιθύρισε κι ο ιδρώτας έμπαινε στο ασπράδι των ματιών του. Πέρασε πάνω από τα βουνά της. Θαύμασε τις ανοιχτές παραλίες της και μετά είδε που μπλέδιαζε περισσότερο η θάλασσα ,πως σκούραινε και μαύριζε και ξανοίγονταν κάτω απ’ το φως ,πέρα μακριά .Με μια αναπνοή κι ένα ουρλιαχτό ο Λογοθέτης ξεχύθηκε στο νερό ,πετούσε μόλις πάνω απ’ τη δροσιά των αφρών. Μέρες πετούσε έτσι και καμιά στεριά να ξαποστάσει. Αντίθετα ,όσο συναντούσε βράχια που εξείχαν από την τρικυμισμένη θάλασσα ,μυτερά που σούβλιζαν τον άνεμο, τα ξεπερνούσε κι άφηνε πίσω του τα θαλασσοπούλια που τον κοιτούσαν με θαυμασμό.
«χόρτασε πια η ψυχή μου ποτάμια και λίμνες και φιλικά δένδρα μ’ απάγκιες φωλιές ,ας ξανοιχτώ» είπε.
Όμως ,ώρα με την ώρα ο άνεμος, η βροχή που ξανάρχισε στη μέση του πελάγους, τα κύματα που ανέβαιναν ψηλά να τη πιάσουν ,άρχισαν να του αφαιρούν τα δυνατά πλοηγήσιμα και πρυμναία φτερά..Ο γερο-Λογοθέτης ,ένα αερόπλοιο που πέταγε τα περιττά του βάρη για να υψωθεί. Δεν έδινε καμιά σημασία που τα φτερά του μαδιούνταν ένα-ένα, που τα πούπουλα είχαν χαθεί από το στήθος του ,που τα άλλα φτερά της ράχης του είχαν ξεριζωθεί κι έμενε τώρα γυμνός να τουρτουρίζει πάνω απ’ τα λοφάκια των κυμάτων .Κι αν τον έβλεπε κανείς θα ‘λεγε πως μια ψειριασμένη κότα ,με την πέτσα της αλλού ροδαλή αλλού μαύρη ,μελανιασμένη ,πέταγε με τα φτερά της φαγωμένα ,ρημαγμένα .Τον θείο- Λογοθέτη δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ούτε που βρεχόταν ολόκληρος πια γιατί δεν μπορούσε να πετάξει ψηλά………………………………………………………………………………………………………
Και ,να ,που κόντευε να τον σκεπάσει το πρώτο κύμα .Να που τον σκέπασε ολόκληρο ,αλλά βγήκε νικητής. Πηδούσε με κραυγές κι αλαλαγμούς πολεμικούς ,έσκιζε με το βάρος του στήθους του το νερό ,έβαζε όρθια την καρίνα των πνευμόνων του και πετούσε, πολύ λίγο πια. Έπεφτε πάλι. Τα πόδια του είχαν πανιάσει και πια ίχνος από φτερό ή χνούδι δεν υπήρχε στα μουσκεμένα ως το βάθος κόκαλα του . Τούρθε να κλάψει ,προτίμησε ,όμως, να λυσσάξει κι όρμησε με περισσότερη δύναμη στα κύματα. Δεν έβλεπε τίποτα.
«Μια ξηρά ,μια ξηρά Θεέ μου». Η θάλασσα σταχτιά ,έβραζε κι ανασήκωνε λαίλαπες και θηρία Και να το μεγάλο κύμα ήρθε και τον σκέπασε ολόκληρο .Φράξανε τα ρουθούνια του ,κόπηκε με έναν απαίσιο θόρυβο το ράμφος του και γέμισε αίματα μπρος του ο αφρός. Τα μάτια του φτωχού θείου Λογοθέτη γύρισαν ανάποδα. Αλλά τούτος ο θείος όρμησε ξανά στο κύμα και τσακίστηκε ψελλίζοντας «εγω πρόλαβα και γνώρισα τόσες λίμνες ,τόσα ποτάμια, τόσα δέντρα και απάγκιες φωλιές ,,γιατί να μη γνωρίσω και τη θάλασσα;»
«χόρτασε πια η ψυχή μου ποτάμια και λίμνες και φιλικά δένδρα μ’ απάγκιες φωλιές ,ας ξανοιχτώ» είπε.
Όμως ,ώρα με την ώρα ο άνεμος, η βροχή που ξανάρχισε στη μέση του πελάγους, τα κύματα που ανέβαιναν ψηλά να τη πιάσουν ,άρχισαν να του αφαιρούν τα δυνατά πλοηγήσιμα και πρυμναία φτερά..Ο γερο-Λογοθέτης ,ένα αερόπλοιο που πέταγε τα περιττά του βάρη για να υψωθεί. Δεν έδινε καμιά σημασία που τα φτερά του μαδιούνταν ένα-ένα, που τα πούπουλα είχαν χαθεί από το στήθος του ,που τα άλλα φτερά της ράχης του είχαν ξεριζωθεί κι έμενε τώρα γυμνός να τουρτουρίζει πάνω απ’ τα λοφάκια των κυμάτων .Κι αν τον έβλεπε κανείς θα ‘λεγε πως μια ψειριασμένη κότα ,με την πέτσα της αλλού ροδαλή αλλού μαύρη ,μελανιασμένη ,πέταγε με τα φτερά της φαγωμένα ,ρημαγμένα .Τον θείο- Λογοθέτη δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ούτε που βρεχόταν ολόκληρος πια γιατί δεν μπορούσε να πετάξει ψηλά………………………………………………………………………………………………………
Και ,να ,που κόντευε να τον σκεπάσει το πρώτο κύμα .Να που τον σκέπασε ολόκληρο ,αλλά βγήκε νικητής. Πηδούσε με κραυγές κι αλαλαγμούς πολεμικούς ,έσκιζε με το βάρος του στήθους του το νερό ,έβαζε όρθια την καρίνα των πνευμόνων του και πετούσε, πολύ λίγο πια. Έπεφτε πάλι. Τα πόδια του είχαν πανιάσει και πια ίχνος από φτερό ή χνούδι δεν υπήρχε στα μουσκεμένα ως το βάθος κόκαλα του . Τούρθε να κλάψει ,προτίμησε ,όμως, να λυσσάξει κι όρμησε με περισσότερη δύναμη στα κύματα. Δεν έβλεπε τίποτα.
«Μια ξηρά ,μια ξηρά Θεέ μου». Η θάλασσα σταχτιά ,έβραζε κι ανασήκωνε λαίλαπες και θηρία Και να το μεγάλο κύμα ήρθε και τον σκέπασε ολόκληρο .Φράξανε τα ρουθούνια του ,κόπηκε με έναν απαίσιο θόρυβο το ράμφος του και γέμισε αίματα μπρος του ο αφρός. Τα μάτια του φτωχού θείου Λογοθέτη γύρισαν ανάποδα. Αλλά τούτος ο θείος όρμησε ξανά στο κύμα και τσακίστηκε ψελλίζοντας «εγω πρόλαβα και γνώρισα τόσες λίμνες ,τόσα ποτάμια, τόσα δέντρα και απάγκιες φωλιές ,,γιατί να μη γνωρίσω και τη θάλασσα;»
(για την οικονομία της ανάρτησης έχουν παραλειφθεί αρκετά τμήματα)