ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ
ΕΝΑ ΩΣ ΤΟ 31 ( ο χαρταετός)
ΕΝΑ ΩΣ ΤΟ 31 ( ο χαρταετός)
.... ο ήλιος είχε πέσει. Κρύο. Δεν θυμάμαι καθαρή Δευτέρα που να μην έκανε κρύο το απόγευμα. Ο θείος Μίμης φόρεσε τα γάντια του ,τεχνίτης ,πήρε στα χέρια του το σπάγγο που μια άφηνε μια τράβαγε '' έτσι το φέρνουμε ,Νότη, μια του δίνουμε χάρη μια του την παίρνουμε''. Ε΄χα μείνει έκπληκτος με την δεξιοτεχνία του θείου Απ'π τα δάχτυλα του πατέρα έτρεχαν αίματα ο σπάγγος του τα 'χε φαει λωρίδες λωρίδες. ''Μα τί στο καλό ,μεγάλο πράγμα αυτός ο αετός ,θεόρατος ..'' ,σκεπτόμουνα και απορούσα. Σιγά-σιγά βράδιαζε κι ο αετός είχε κατέβει στα 50 μέτρα. Βούιζε ο τόπος ,τόσος ο θυμός του, που τον παίρναμε από κει πάνω ,τί να πω! ΄''έλα ,έλα ,σιγά -σιγά'' .40,30,20,10 μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας,βρυχόταν το θηρίο ,αέρινο ψάρι ο αετός! Τι λύσσα που είχε να μείνει εκεί στο βοριά! Κόντευαν να μου βγούν τα μάτια από αγωνία και θαυμασμό. Να 'βλεπες πώς σπαρτάραγε..Πώς έκανε η ουρά του ,πώς τεντωνόταν ο σπάγγος του. Τα σκουλαρίκια του είχαν μαδηθεί ,η ουρά του είχε μείνει μισή Είχε τρύπες η λαδόκολλα ,το προσωπό του, οι μπαρμπέτες του πετάριζαν τρομαγμένες ,η μια είχε σπάσει.. Είχα τρομάξει κι έπεφτε το σούρουπο. Ο αετός κατατρυπημένος πήρε μια βόλτα όλος και κρακ έπεσε στις πέτρες μπροστά μας ,10 μέτρα από την καγκελόπορτα του κτήματος. Δεν θα ξεχάσω που 'τρεξα να τον πιάσω και κοντοστάθηκα. Δεν μπορούσα ,είχαν σπάσει τα καλάμια είχε σκιστεί το χαρτί, η ουρά μαγκωμένη στις πέτρες .Άκουσα τον πατέρα μου να μου λέει ''άντε ,ρε Νίκο ,φέρτον μέσα να τον έχουμε του χρόνου'', μα δεν τον πλησίαζα ,καθόμουν μπρούμητα ένα μέτρο πιο πέρα και τον κοίταζα πεσμένο ..Ανατρίχιαζα ,κάτι σαν πουλί που ψόφησε μου 'μοιάζε ο Ολυμπιακός μας, κάτι ακίνητο και κρυφό,Και που λες,έτσι που τον έβλεπα να τραβοτανιέται από τον αέρα, ένα κουρέλι ,δάκρυσα. Είδα στον σπάγγο ένα γραμματάκι ,μόνο ένα του είχε μείνει. Έσκυψα και το πήρα ,ούτε που τον ακούμπησα ,όμως. Εγραφε ΄΄φύσα ,φύσα αέρα να πας τον Ολυμπιακό πιο πέρα'' κι έκλαιγα και κατουριόμουν από το κρύο...